- μέλδω
- μέλδω (Α)1. μαλακώνω κάτι με βράσιμο, βράζω, λειώνω, τήκω («γέντα βοὸς μέλδοντες», Καλλίμ.)2. (το μέσ. ή παθ.) μέλδομαι(στον Όμ.) τήκω, λειώνω («ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον... κνίσην μελδόμενος απαλοτρεφέος σιάλοιο» — όπως μια χύτρα μέσα βράζει... και λειώνει το λίπος καλοθρεμμένου χοίρου, Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)mel-d- «μαλακός, απαλός» και αντιστοιχεί ακριβώς με τα αγγλοσαξ. meltan «διαλύομαι, λειώνω» και αρχ. νορβ. melta «χωνεύω». Συνδέεται επίσης με το αρχ. άνω γερμ. smelzan, το γερμ. schmelzen «τήκω, λειώνω» και πιθ. με αρχ. ινδ. mrdu- «λεπτός, τρυφερός» και λατ. mollis «απαλός», ενώ είναι συγγενής με τον τ. ἀμαλδύνω*. Τα μέλδω, μέλδομαι είναι αρχαϊκοί τ. και έχουν αντικατασταθεί από τις λ. τήκω, τήκομαι].
Dictionary of Greek. 2013.